- ελέφαντας
- (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της προβοσκίδας, ενός συλληπτήριου και πολύ ευλύγιστου οργάνου, στο οποίο καταλήγει το μπροστινό τμήμα του κεφαλιού. Η προβοσκίδα, που σχηματίζεται από τη μύτη και το άνω χείλος, είναι η έδρα των αισθήσεων της όσφρησης και της αφής. Στο άκρο της βρίσκονται δύο ρουθούνια και μία ή δύο αποφύσεις με μορφή λαβίδας. Στις πλευρές της προβοσκίδας προεξέχουν οι δύο χαυλιόδοντες από ελεφαντοστό χωρίς σμάλτο, που βρίσκονται σε συνεχή αύξηση και αντιπροσωπεύουν τους άνω κοπτήρες· στα αρσενικά οι χαυλιόδοντες είναι μεγαλύτεροι απ’ ό,τι στα θηλυκά. Η οδοντοφυΐα τους είναι ατελής· λείπουν οι κάτω κοπτήρες και οι κυνόδοντες, ενώ οι γομφίοι είναι πολύ ανεπτυγμένοι.
Αν και το κεφάλι των ε. είναι μεγάλο εξαιτίας της ανάπτυξης των μετωπικών του εγκοίλων, ο εγκέφαλός τους έχει βάρος σχετικά μικρό σε αναλογία με το συνολικό βάρος του ζώου· λόγω του μεγάλου αριθμού των ελικώσεών του ο ε. διαθέτει αρκετά ανεπτυγμένη μνήμη και ευφυΐα. Τα ακουστικά πτερύγια έχουν πολύ μεγάλο μέγεθος, κυρίως στους αφρικανικούς ε., ενώ τα μάτια, που βρίσκονται στα πλάγια του κεφαλιού, είναι σχετικά μικρά. Το σώμα στηρίζεται σε τέσσερα ογκώδη πόδια, που απολήγουν σε ελαστικά πέλματα από μαλακά κεράτινα στρώματα, τα οποία επιτρέπουν στο ζώο να περπατά αθόρυβα. Τα δάχτυλα ποικίλλουν σε αριθμό (μπορεί να είναι 4 ή 5 στα μπροστινά πόδια και 3 ή 4 στα πίσω) και φέρουν νύχια που καταχρηστικά καλούνται οπλές. Το περπάτημα των ε. είναι ο πλαγιοβαδισμός. Το δέρμα τους είναι παχύ, αρκετά σκληρό και εφοδιασμένο με μεγάλες και πολύ αραιές σμήριγγες. Επειδή παθαίνει ρωγμές από την ηλιακή θερμότητα και είναι ευαίσθητο στις ενοχλήσεις των πολυάριθμων παρασίτων, το ζώο περιβρέχεται συχνά με νερό και κυλιέται στις λάσπες.
Ο ε. είναι ζωοτόκος και η κυοφορία διαρκεί 20-22 μήνες. Το νεογέννητο άτομο έχει ύψος 1 μ. και ζυγίζει περίπου 100 κιλά· η μητέρα το τοποθετεί σε μαλακό και υγρό έδαφος, όπου το νεογέννητο παραμένει μερικές ώρες, ανίκανο να στηριχτεί στα πόδια του. Το δέρμα του είναι ροδόχρωμο και χνουδωτό και έχει πολλές πτυχές, αλλά γεμίζει και τεντώνει σε σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς η μάζα του σώματος αυξάνεται γρήγορα. Έπειτα από δύο ημέρες το νεογέννητο αρχίζει να περπατά με την επίβλεψη της μητέρας του, η οποία σε περίπτωση κινδύνου κρατά το παιδί της ανάμεσα στα πόδια της και συμπλέκοντας την προβοσκίδα της στη δική του το σύρει μαζί της στη φυγή. Ο νεαρός ε. απομυζά το μητρικό γάλα με το στόμα· ο θηλασμός διαρκεί για μεγάλο διάστημα και συνεχίζεται ακόμα και όταν το ζώο αρχίσει να τρώει χόρτα. Οι ε. είναι μακρόβια ζώα, αλλά δεν υπερβαίνουν τα 120 χρόνια, όταν ζουν σε άγρια κατάσταση, και τα 80 χρόνια, όταν ζουν εξημερωμένοι και υποβάλλονται σε εντατική εργασία. Τρέφονται σχεδόν συνεχώς, γιατί η πέψη τους είναι πολύ γρήγορη και δεν επιτρέπει την πλήρη αξιοποίηση των τροφών. Γι’ αυτό μετακινούνται συχνά αναζητώντας την τροφή τους, που αποτελείται από χόρτα, φρέσκα φύλλα και φρούτα, τα οποία βρίσκουν στα δάση και σε τόπους με ανεπτυγμένη βλάστηση. Οι ε. δεν είναι επιθετικά ζώα. Συνήθως αποφεύγουν τον κυνηγό και μόνο όταν τραυματιστούν ή καταδιώκονται γίνονται επικίνδυνοι.
Υπάρχουν δύο είδη ε.: ο αφρικανικός και ο ασιατικός. Ο αφρικανικός ε. έχει μέσο ύψος στο ακρώμιο από 2,80 μ. (τα θηλυκά) έως 3,30 μ.(τα αρσενικά), ενώ το βάρος των αρσενικών κυμαίνεται μεταξύ 4 και 6 τόνων. Το κεφάλι έχει κυρτό μέτωπο και τεράστια ακουστικά πτερύγια· κάθε χαυλιόδοντας ζυγίζει κατά μέσο όρο 25 κιλά, ενώ σε ορισμένα γερασμένα άτομα μπορούν να ζυγίζουν περισσότερα από 70 κιλά ο καθένας και να έχουν μήκος που ξεπερνά τα 2,5 μ. Η προβοσκίδα απολήγει σε δύο αποφύσεις που χρησιμεύουν ως συλληπτήρια εξαρτήματα. Τα μπροστινά άκρα έχουν τέσσερα ή πέντε δάχτυλα και τα πίσω τρία. Ο αφρικανικός ε. είναι διαδεδομένος στη μεσοτροπική ζώνη της Αφρικής, στα δάση, στις στέπες και στις σαβάνες· στο παρελθόν ζούσε σε ομάδες εκατοντάδων ατόμων, αλλά το εντατικό κυνήγι στη διάρκεια του 19ου αι. περιόρισε τα κοπάδια σε λίγες δεκάδες. Για να αποτραπεί η περαιτέρω εξόντωσή τους, έχουν θεσπιστεί προστατευτικοί νόμοι που διευκολύνουν τον πολλαπλασιασμό τους.
Ο ασιατικός ε. είναι πιο μικρός από τον αφρικανικό. Το ύψος του δεν υπερβαίνει τα 3 μέτρα και το βάρος του κυμαίνεται από 3 έως 4 τόνους. Το μέτωπό του είναι κοίλο και φέρει δύο εμφανή εξογκώματα, τα ακουστικά πτερύγια είναι μάλλον μικρά και η προβοσκίδα καταλήγει μόνο σε μία συλληπτική απόφυση. Τα μπροστινά άκρα έχουν πέντε δάχτυλα και τα πίσω τέσσερα. Το είδος αυτό του ε. μπορεί να ζει σε υψόμετρο έως 2.000 μ. στην Ινδία, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας, στη Μαλαισία και στα νησιά Σρι Λάνκα, Σουμάτρα και Βόρνεο.
Ο ε. χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο από τα αρχαία χρόνια: στους Αιγυπτίους και στους Καρχηδονίους οι ε. χρησίμευαν για πολεμικούς σκοπούς, ενώ οι Ρωμαίοι τους εκπαίδευαν για τα τσίρκα. Στην Ινδία οι ε. χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα για τη μεταφορά μεγάλων φορτίων και ως ιππεύσιμο ζώο για το κυνήγι της τίγρης· επίσης και ο αφρικανικός ε. μπορεί να εκπαιδευτεί και να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες εργασίες.
Ινδικοί (ασιατικοί) ελέφαντες. Οι ασιατικοί ελέφαντες είναι σχετικά μικρόσωμοι αλλά ιδιαίτερα ευκίνητοι.
Παράσταση ελέφαντα σε ετρουσκικό αγγείο.
Ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε τον ελέφαντα από τα αρχαία χρόνια για πολεμικούς και εμπορικούς σκοπούς. Στη φωτογραφία, κυνήγι τίγρης με ελέφαντα, σε ινδική μικρογραφία του 19ου αι., χαρακτηριστική για την αρμονία των χρωμάτων της.
Ο αφρικανικός ελέφαντας είναι διαδεδομένος στα δάση, στις στέπες και στις σαβάνες της μεσοτροπικής ζώνης της Αφρικής.
* * *ο (ΑΜ ἐλέφας)μεγάλο φυτοφάγο θηλαστικό με προβοσκίδα και επιμήκεις άνω κυνόδοντεςνεοελλ.1. ογκώδης και πολύ βαρύς2. φρ. «θαλάσσιος ελέφας» — η φώκια με προβοσκίδααρχ.-μσν.ελεφαντόδοντοαρχ.1. η ελεφαντίαση2. πολύτιμο πετράδι3. σκεύος, («ῥυτὸν τρεῑς χόας χωροῡν»).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λέξη άγνωστης προελεύσεως που προωτοεμφανίστηκε πιθ. στην περιοχή της Μικράς Ασίας κατά τη 2η χιλιετία, όταν άκμαζε το εμπόριο του ελεφαντόδοντου. Το τρίγλωσσο κείμενο του Ras Shamra παραδίδει και χεττ. τ. lahpas «δόντι (ελέφαντα), ελεφαντόδοντο», που είναι επίσης δάνεια λέξη. Λόγω τής πρώτης συλλαβής ο ελλ. τ. μπορεί να συνδεθεί με το χαμιτ. elu «ελέφαντας», ενώ ο εν γένει σχηματισμός του ακολουθεί το πρότυπο του τ. αδάμας. Η λ. ελέφας εισήχθη στη Λατ. με τις μορφές elephas και elephantus, που διαφέρουν από τον λατ. τ. ebur, «ελεφαντόδοντο» ο οποίος συνδέεται με αιγυπτ. ābu, κοπτ. εβ(ο)κ, αρχ. ινδ. ibha-. Τέλος, οι νεώτεροι ευρωπαϊκοί τύποι που δηλώνουν αυτό το ζώο ανάγονται στο λατ. elephas (πρβλ. γαλλ. elephant, αγγλ. elephant, γερμ. Elefant). Ο τ. ελέφας με τη μορφή ελεφαντο- χρησιμοποιείται ως α' συνθετικό τόσο με σημασία «ελέφαντας» (πρβλ. ελεφαντοθήρας) όσο και με σημασία «ελεφαντόδοντο» (πρβλ. ελεφαντουργός)].
Dictionary of Greek. 2013.